- μπροστάρης
- ο1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι.2. μτφ., οδηγός, ηγέτης: Οι μπροστάρηδες του αγώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπροστάρης — ο 1. το κριάρι που οδηγεί το κοπάδι 2. μτφ. οδηγός, αρχηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. άρης*] … Dictionary of Greek
κεσέμι — το το κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί τα πρόβατα, μπροστάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kosem] … Dictionary of Greek